ἀστόμωτος

ἀστόμωτος
ἀστόμ-ωτος, ον,
A with no orifice, Sor.1.57, Orib.45.3.8, Prob. in Gal.18(2).795.
II unsharpened, untempered, of metal, Hsch. s.v. ἄβαπτος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀστόμωτος — with no orifice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστόμωτος — η, ο (Α ἀστόμωτος, ον) [στομώ] αυτός που δεν έχει ακονιστεί, που δεν έχει γίνει κοφτερός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χάσει την ικανότητα να κόβει, που δεν έχει αμβλυνθεί 2. ο ασυγκράτητος, ο ριψοκίνδυνος («αστόμωτη λεβεντιά») 3. ο αχόρταγος… …   Dictionary of Greek

  • ἀστόμωτον — ἀστόμωτος with no orifice masc/fem acc sg ἀστόμωτος with no orifice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόμωτα — ἀστόμωτος with no orifice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”